Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Σύμφωνο πολιτικής επιβίωσης

Η νομοθεσία για το σύμφωνο συμβίωσης, που κατοχυρώνει σχετικό δικαίωμα – συμφώνου – και σε ομόφυλα ζεύγη, υπακούει σε πολιτική πίεση των οργανωτικών και οργανωμένων πολιτικά ομοφυλόφιλων. Διεκδίκησαν και πήραν το σύμφωνο συμβίωσης, το οποίο, στην ουσία, είναι σύμφωνο για την πολιτική τους επιβίωση, των ομοφυλόφιλων ταγών τού υπό διαμόρφωση πολιτικού κινήματος. Οι Έλληνες ομοφυλόφιλοι, φυσικά, αξιοποίησαν τη σχετική πολιτική «πρόοδο», που έχει συντελεστεί κυρίως σε χώρες της Βόρειας Ευρώπης και στην Αμερική. Εξ ου και οι αρκετές καταγγελίες της Ελλάδας για μη αναγνώριση των ανθρώπινων δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων. Των πολιτικών δικαιωμάτων, εννοούν, αλλά δεν το λένε. 
Ούτως ή άλλως, βέβαια, σε όλες τις περιπτώσεις που γίνεται λόγος για ανθρώπινα δικαιώματα, πολιτικά δικαιώματα διακυβεύονται. Η ρητορική για τα ανθρώπινα δικαιώματα βρίθει ενός συναισθηματισμού παραπλανητικού, που συνοψίζεται στο «είναι κι αυτοί – οι όποιοι – άνθρωποι.» Άνθρωποι είναι οι ομοφυλόφιλοι, δεν υπάρχει αμφιβολία. Δεν γίνεται λόγος, όμως, για το τι τους κάνει τους ανθρώπους που είναι, αλλά για τη διαφορά που δεν θέλουν να έχουν από τους μη ομοφυλόφιλους. Κι όμως. Αν για κάποιο λόγο διεκδικούν δικαιώματα, είναι εξαιτίας αυτής τους της διαφοράς. Εδώ βρίσκεται το πολιτικό κόλπο: "θέλω ότι έχει και ο άλλος επειδή είμαι διαφορετικός αλλά δεν θέλω αυτή τη διαφορά μου να την τονίζετε ως διαφορά." Πρόκειται για μια διαφορά που τη χρησιμοποιούν μέχρι να πάρουν αυτό που θέλουν. Όταν το πάρουν, διεκδικούν την πλήρη εξομοίωσή τους με τους άλλους…
Τους άκουσα απόψε στην Επιτροπή της Βουλής που συζητεί αυτό και άλλα θέματα του νόμου που εμπλουτίζεται συνεχώς. Στο πλαίσιο του εμπλουτισμού του νόμου, οι πολιτικά προβεβλημένοι εκπρόσωποι των ομοφυλοφίλων διεκδικούν περαιτέρω α) τον αποχαρακτηρισμό της σεξουαλικής τους πράξης ως παρά φύση ασέλγειας, β) την άρση των ορίων ηλικίας για την επιτέλεση, σαν να ήταν φυσιολογική, της σεξουαλικής τους πράξης, και γ) την αναγνώριση του δικαιώματος στην υιοθεσία παιδιών.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο, ο σχετικός αποχαρακτηρισμός αναδεικνύει την πράξη ως φυσιολογική, παρόλο που δεν είναι όπως η άλλη των ετεροφυλόφιλων ζευγαριών. Έχουμε, έτσι, σύμφωνα μ’ εκείνους, δύο είδη ανθρώπινης ερωτικής συνεύρεσης, φυσιολογικά και τα δύο, αν και διαφορετικά. Στο πλαίσιο της δεύτερης διεκδίκησης, το ζητούμενο είναι να αρθεί το αδίκημα της ασέλγειας όταν οι συμμέτοχοι στην ομοφυλόφιλη πράξη είναι και οι δύο ανήλικοι ή ο ένας ενήλικος και ο άλλος ανήλικος. Με το ίδιο σκεπτικό, για παράδειγμα, που θα μπορούσαν να έλθουν σε συναινετική ερωτική επαφή δύο έφηβοι εκπρόσωποι των δύο φύλων, χωρίς αυτό να αποτελεί αδίκημα.
Η πρώτη διεκδίκηση, φυσικά, συνδέεται άρρηκτα με τη δεύτερη. Η δεύτερη απορρέει και δικαιολογείται από το σκεπτικό της πρώτης. Η δεύτερη, όμως, είναι πρακτικά σημαντική. Είναι προφανής, εν προκειμένω, η πολιτική διάσταση των διεκδικήσεων. Ένα τέτοιο κίνημα, για να είναι πολιτικά βιώσιμο, πρέπει να έχει υπολογίσιμο αριθμό κινηματιών, και μάλιστα μια ανανεώσιμη δεξαμενή καινούριων εκπροσώπων. Όσοι νέοι, λοιπόν, θα ανακαλύπτουν, δήθεν, την ομοφυλόφιλη φύση τους, μυημένοι κατά κανόνα από μεγαλύτερούς τους ανηλίκους ή από κανονικούς ενηλίκους, θα εντάσσονται αυτόματα σε μια κοινότητα με πολιτική επιφάνεια και δύναμη, και θα αποτελούν το καινούργιο αίμα του κινήματος.
Την ίδια πολιτική σκοπιμότητα εξυπηρετεί και η τρίτη διεκδίκηση: του δικαιώματος των ομοφυλοφίλων στην υιοθεσία. Τα παιδιά που θα μεγαλώνουν με ομοφυλόφιλους γονείς, θα είναι, φαντάζονται οι πολιτικοί τους ταγοί, προασπιστές των ανθρώπινων, δηλαδή πολιτικών δικαιωμάτων των γονιών τους. Έτσι η πολιτική τους δύναμη θα αυξάνει, και μαζί το αίσθημα ασφάλειας που αλλιώς τους λείπει.
Η πολιτική δύναμη, είναι αλήθεια, θεραπεύει κάπως το αίσθημα ανασφάλειας όσων τη διεκδικούν εξαιτίας του. Η ανασφάλεια και των ομοφυλόφιλων δεν είναι αποτέλεσμα του δήθεν κοινωνικού στιγματισμού της διαφορετικότητάς τους. Είναι μία από τις αιτίες γι’ αυτή τους τη διαφορά. Η ίδια η ομοφυλοφιλία τους δεν θεραπεύει την ανασφάλειά τους. Η αναγωγή της ομοφυλοφιλίας, όμως, σε πολιτική ταυτότητα, για εκείνους που τη διαφημίζουν και την προβάλλουν, είναι ελπιδοφόρα προοπτική, για να απαλλαγούν από την ανασφάλεια.
Κατά τα άλλα, το πλατύ κοινωνικό σώμα των ετεροφυλόφιλων στην Ελλάδα δεν ασχολείται ιδιαίτερα με τις σεξουαλικές προτιμήσεις των ομοφυλόφιλων. Δεν τις καταλαβαίνει και δεν έχει λόγο να τις σκέφτεται. Το ίδιο κάνουν και οι ομοφυλόφιλοι για τους ετεροφυλόφιλους. Αδιαφορούν. Δεν ασχολούνται μαζί τους. Ούτε ενοχλούνται οι ετεροφυλόφιλοι που υπάρχουν οι ομοφυλόφιλοι. Ούτε έχουν πρόθεση να τους στερήσουν τα ανθρώπινα, δηλαδή πολιτικά τους δικαιώματα.
Με την τροπή που παίρνουν τα πράγματα, όμως, της πολιτικής διεκδίκησης, οι επικεφαλής του κινήματος δημιουργούν εστίες αντιπαράθεσης. Έτσι, φυσικά, ενισχύουν την πολιτική τους θέση. Τον στιγματισμό, όμως, θα τον υποστούν οι ανώνυμοι ομοφυλόφιλοι, εξαιτίας της πολιτικοποίησης του σεξουαλικού τους προσανατολισμού. Θα συμβεί, ακριβώς, ό,τι συνέβη με τον «ένδοξο» συνδικαλισμό στην Ελλάδα στο τέλος της δεκαετίας του ’80, που «κατάφερε» να κλείσει πλήθος εργοστασίων, και να μείνουν άνεργοι χιλιάδες άνθρωποι.
Έτσι, λοιπόν, αυτό που τονίζουν οι ομοφυλόφιλοι είναι η διαφορά τους, την οποία διεκδικούν ως ταυτότητα, είπαμε, για να μη … διαφέρουν. Γίνονται «αυτοί» εναντίον των άλλων, ενώ θα μπορούσαν να είναι αυτοί και όλοι οι άλλοι, μαζί τους, ή ανάμεσα στους άλλους. Αυτό είναι πολιτική τους επιλογή, συγκρουσιακή, όπως κάθε πολιτική επιλογή. Δεν έχει σχέση με συναισθήματα, με ανθρώπινες σχέσεις που τις κατοχυρώνουν τα συναισθήματα. Κανένα σύμφωνο συμβίωσης, καθεαυτό, δεν διασφαλίζει οποιαδήποτε σχέση που στερείται τα συναισθήματα που κάνουν τους ανθρώπους να θέλουν να ζουν μαζί, ετεροφυλόφιλους ή ομοφυλόφιλους. Αυτό το ξέρουν όλοι. Και οι περισσότεροι ομοφυλόφιλοι, φυσικά, που δεν θα τους δούμε ποτέ στο πεζοδρόμιο των πολιτικών διεκδικήσεων ή στα συμβολαιογραφικά γραφεία  να υπογράφουν σύμφωνα…

                                       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου